- πότους
- πότοςdrinking-boutmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποτούς — και δωρ. τ. ποτὶ τούς, Α προς τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πο(τ) τούς < ποτί* με αποκοπή πριν από το άρθρο τούς (πρβλ. ποτόν)] … Dictionary of Greek
ποτούς — ποτός drunk masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύβος — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… … Dictionary of Greek
ποτί — και βοιωτ. τ. πόδ και πόκ και ποί και κατ αποκοπήν ποτ και πος Α πρόθ. (δωρ. τ.) προς. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. και αιολ. τ. ισοδύναμος με την πρόθεση πρός*, προτί, που αντιστοιχεί με αβεστ. paiti, αρχ. περσ. patiy «απέναντι, εναντίον, κοντά», καθώς και με… … Dictionary of Greek
γαπότους — γᾱπότους , γάποτος to be drunk up by Earth masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)